- εναπερείδω
- ἐναπερείδω (Α)Ι. ενεργ.1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο2. θέτω τη σφραγίδα μου, αφήνω τα ίχνη μουΙΙ. μέσ. ἐναπερείδομαι1. στερεώνω, μπήγω2. βρίσκω έρεισμα, στήριγμα, ακουμπώ κάπου3. προσηλώνω την προσοχή μου κάπου4. παλεύω εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι.
Dictionary of Greek. 2013.